ραδιοερασιτέχνης

ραδιοερασιτέχνης
ο, Ν
(ραδιοηλ.) πρόσωπο που κατέχει άδεια η οποία τού επιτρέπει να πραγματοποιεί ραδιοφωνικές εκπομπές υπό τις προϋποθέσεις τής σχετικής νομοθεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α' και απόδοση ως προς το β' συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. radioamateur (< λατ. radius «ακτίνα» + amateur «ερασιτέχνης»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”